-
1 λόχμη
A thicket, copse, esp. as the lair of wild beasts,ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῦς Od.19.439
;λόχμας ὕπο κυανέας Pi.O.6.40
, cf. P.4.244;ἐχῖνος ὥς τις ἐν λόχμῃ κεῖσαι πεσών S.Ichn.121
: in pl., λόχμαισι δοκεύσαις lying in wait in the coppice, Pi. O.10(11).30;μασχάλαι λόχμης δασύτεραι Ar.Ec.61
, cf. Lys. 800: prov., μία λ. δύο ἐριθάκους οὐ τρέφει Sch.Ar.V. 922: also in Prose, Arist.HA 615a17, Ael.NA13.14, Creophyl. ap. Ath.8.361d;λόχμη τῶν θηρίων Jul.Mis. 338c
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий